- άστατο
- τοAstat n
Griechisch-Deutsch-Wörterbuch. 2013.
Griechisch-Deutsch-Wörterbuch. 2013.
άστατο — Χημικό στοιχείο, που ανήκει στην έβδομη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει σύμβολο At και ατομικό αριθμό 85. Το 1931, ο Άλισον ανακοίνωσε ότι ανακάλυψε με μαγνητο οπτική μέθοδο την παρουσία ενός νέου στοιχείου, αλλά μόλις το 1940 μια ομάδα… … Dictionary of Greek
αλογόνα — Τα στοιχεία της VII a ομάδας του περιοδικού πίνακα (17η)· κατά σειρά το φθόριο, το χλώριο, το βρώμιο, το ιώδιο και το άστατο. Η ονομασία τους προέρχεται από τις λέξεις άλας + γεννώ και ονομάστηκαν έτσι γιατί λόγω της μεγάλης δραστικότητάς τους… … Dictionary of Greek
Γουέλινγκτον — I (Wellington). Πόλη (164.010 κάτ. το 2002) και πρωτεύουσα της Νέας Ζηλανδίας, καθώς και της ομώνυμης διοικητικής περιοχής. Βρίσκεται στη νότια ακτή της Βόρειας Νήσου και βρέχεται από τον πορθμό Κουκ, ο οποίος διαιρεί τη χώρα σε δύο τμήματα. Η… … Dictionary of Greek
ανάποδος — η, ο 1. αυτός που είναι τοποθετημένος με την κορυφή κάτω και τη βάση επάνω, ανεστραμμένος, αντεστραμμένος 2. αυτός που συμβαίνει αντίθετα από την επιθυμία κάποιου, αντίθετος, αντίξοος, δυσμενής 3. ο μη πρόσφορος για χρήση, μη άνετος, άβολος 4.… … Dictionary of Greek
Ησαύ — Βιβλικό πρόσωπο. Ήταν ο πρωτότοκος γιος του Ισαάκ και της Ρεβέκκας, δίδυμος αδελφός του Ιακώβ. Η Αγία Γραφή τον περιγράφει άνθρωπο ρωμαλέο, με βίαιο και άστατο χαρακτήρα, που η απασχόλησή του ήταν το κυνήγι. Η ιστορία του Η. συνδέεται στενά με… … Dictionary of Greek
Λουδοβίκος — I (γαλλ. Luis, γερμ. Ludwig). Όνομα τεσσάρων αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του Γερμανικού έθνους. 1. Λ. Α’, ο Ευσεβής ή Αγαθός (γερμ. Ludwig der Fromme, γαλλ. Louis le Pieux ή Louis le Debonnaire, Σασενέιγ, Ακουιτανία 778 –… … Dictionary of Greek
Μαντσίνι — (Mancini). Επώνυμο οικογένειας ευγενών της γαλλικής αυλής με καταγωγή από τη Ρώμη, γνωστή κυρίως χάρη στις περίφημες πέντε αδελφές M., ανιψιές του καρδινάλιου Μαζαρέν. 1. Λάουρα (Laura, Ρώμη 1636 – Παρίσι 1657). Δούκισσα του Μερκέρ. Ήταν σύζυγος… … Dictionary of Greek
Σέγκρε, Αιμίλιο — (Segre). Αμερικανός φυσικός, ιταλικής καταγωγής (Τίβολι, Ρώμη 1905). Συνεργάτης του Φέρμι στα κλασικά πειράματα του βομβαρδισμού των ατομικών πυρήνων με νετρόνια (1936 1938) υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την Ιταλία εξαιτίας των φυλετικών διώξεων.… … Dictionary of Greek
αρλεκίνος — ο (λ. ιταλ.) 1. κωμικό πρόσωπο της παλιάς αυτοσχέδιας ιταλικής κωμωδίας. 2. άνθρωπος που έχει την εμφάνιση του αρλεκίνου (ρούχα παρδαλά κτλ.) ή τον άστατο χαρακτήρα του: Τον είδες προχτές πώς ήταν ντυμένος; σωστός αρλεκίνος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)